- πολυπαίπαλος
- πολυπαίπαλοςexceeding craftymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυπαίπαλος — ον, Α 1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος 2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη] … Dictionary of Greek
πολυπαίπαλοι — πολυπαίπαλος exceeding crafty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσίγαλος — νεοσίγαλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις] … Dictionary of Greek